swindle$80882$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

swindle$80882$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
The Swindle; Swindling; Swindles; $windle; Swindle (disambiguation); Swindle (film); Swindel

swindle      
n. απάτη

Ορισμός

swindle
(swindles, swindling, swindled)
If someone swindles a person or an organization, they deceive them in order to get something valuable from them, especially money.
A City businessman swindled investors out of millions of pounds...
VERB: V n out of n
Swindle is also a noun.
He fled to Switzerland rather than face trial for a tax swindle.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Swindle

A swindle is a kind of fraud or confidence trick.

Swindle may also refer to: